Tuesday, November 11, 2008
Saturday, November 8, 2008
Friday, November 7, 2008
Wednesday, November 5, 2008
Μ(ε)ίζων Eλληνικό Λεξικό
Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. (Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.)
Μιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει σχετικά με την αθωότητά του. (Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τσουκάτος βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του λέει ο μιζοκακόμοιρος.)
Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. (Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.)
Μιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. (Είδες την μιζονέτα του Άκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.)
Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. (Βλέπεις την κοτρώνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.)Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. (Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;)
Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. (Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα την γλυτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.)
Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα 'απομυζώ' που σημαίνει 'αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα' μετατρέπεται σε 'απομιζώ' όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. (Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του)
Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. (Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους. χορηγούς.)
Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. (Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.)
Μιζοσκοτώστρα (η): Ένα φανταστικό αντικείμενο που η μυθολογία λέει ότι καταπολεμά την μίζα. Κανείς δεν έχει επιβεβαιώσει την ύπαρξη του. Ωστόσο η αντιπολίτευση συνέχεια υπόσχεται τη χρήση της όταν γίνει κυβέρνηση.
Μιζάγγιχτος (ο): Αυτός που απεχθάνεται τη μίζα. Μυθικό πρόσωπο που χρησιμοποιούσε τη Μιζοσκοτώστρα. Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης "ντύνονται" μιζάγγιχτοι μέχρι να γίνουν κυβέρνηση.
Μιζάνθρωπος (ο): Μισός άνθρωπος μισός μίζα. Ων υπό προστασία. Ζει κυρίως στους ψηλότερους ορόφους υπουργείων και δημόσιων υπηρεσιών.